Ρέι, Μαν — (Ray, Φιλαδέλφεια 1890 – Παρίσι 1976). Αμερικάνος ζωγράφος, γλύπτης, φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Σπούδασε αρχιτέκτονας και μηχανικός στη Νέα Υόρκη, όπου παρακολούθησε και μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Σχεδίου. Εργάστηκε ως σχεδιαστής,… … Dictionary of Greek
ρεί — Α επίρρ. βλ. ῥέα … Dictionary of Greek
ῥεῖ' — ῥεῖο , ῥέομαι flow pres opt mp 2nd sg (epic ionic) ῥεῖαι , ῥέομαι flow pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ῥεῖε , ῥέω flow pres imperat act 2nd sg (epic) ῥεῖαι , ῥέω flow pres ind mp 2nd sg (epic) ῥεῖε , ῥέω flow imperf ind act 3rd sg (epic) ῥεῖα ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρέι, Μικολάι — (Rey, 1505 – 1569). Πολωνός συγγραφέας της εποχής της Αναγέννησης. Από τα σημαντικότερα έργα του είναι η Σύντομη συζήτηση ανάμεσα σε τρία πρόσωπα, έναν τσιφλικά, έναν επιστάτη, έναν ιερέα (1543). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα έργα του Έμπορος… … Dictionary of Greek
Ρέι, Τζον — (Ray, 1628 – 1705). Άγγλος φυσιοδίφης, ελληνιστής. Σε ηλικία 23 ετών είχε αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο ως καθηγητής των ελληνικών. Παράλληλα τον απασχολούσε η βοτανική και ζωολογία και, ειδικότερα, η oρνιθολογία και η ιχθυολογία. Ταξίδεψε στην … Dictionary of Greek
Πάντα ρεί — (panta rei) (греч.) всё течёт. Выражение, приписываемое Гераклиту. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
Πάντα ῥεῖ. — См. Ничто не вечно под луною … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Βον, Στίβι Ρέι — (Stevie Ray Vaughan, Ντάλας, Τέξας 1954 – 1990). Αμερικανός συνθέτης, μουσικός και τραγουδιστής. Από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λευκούς κιθαρίστες των μπλουζ, ο Β. θεωρήθηκε, όχι άδικα, το πιο αδικοχαμένο ταλέντο της γενιάς του. Μεγάλωσε στον… … Dictionary of Greek
РЕТЫ — • ΄Ρει̃τοι, ΄Ρειτοί, см. Attica, Аттика, 4 … Реальный словарь классических древностей
ῥείθροιν — ῥεί̱θροιν , ῥεῖθρον that which flows neut gen/dat dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)